παρορμητήριον

παρορμητήριον
τὸ, Μ
παρακίνηση, ενθάρρυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρορμῶ (Ι) + επίθημα -τήριον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρωστήριον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ., το λεξ. Σούδα, τον Φώτ.) «παρορμητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω(σ) τού ῥώννυμι (πρβλ. ἄ ρρωσ τος) + επίθημα τήριον (πρβλ. ὁρμη τήριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”